- ανεπίδοτος
- -η, -ο (Α ἀνεπίδοτος, -ον)νεοελλ.1. (για επιστολές ή έγγραφα) εκείνος που δεν δόθηκε στον παραλήπτη2. (Νομ.) (για δικαστικό έγγραφο) εκείνος που δεν παραδόθηκε στον ενδιαφερόμενο μέσω του δικαστικού κλητήρααρχ.αυτός που δεν έχει επίδοση, δεν προοδεύει, δεν προκόβει.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιδίδωμι. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις («ανεπίδοτος επιστολή»)].
Dictionary of Greek. 2013.